- Θάλλῳ
- Θάλλοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θάλλω — sprout pres subj act 1st sg θάλλω sprout pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek
Θαλλώ — Θαλλός young shoot masc nom/voc/acc dual Θαλλώ fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλω — έθαλα, αμτβ. 1. (για φυτά), βλασταίνω άφθονα, ευδοκιμώ, λουλουδίζω. 2. μτφ., είμαι ανθηρός, είμαι ακμαίος, είμαι γεμάτος σφρίγος. 3. μτφ., ευτυχώ, είμαι ευτυχισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θαλλῷ — Θαλλός young shoot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλῷ — θαλλός young shoot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλώ — θαλλός young shoot masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάλλω — Θάλλος masc nom/voc/acc dual Θάλλος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλον — θάλλω sprout pres part act masc voc sg θάλλω sprout pres part act neut nom/voc/acc sg θάλλω sprout imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θάλλω sprout imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθαλότα — θάλλω sprout perf part act neut nom/voc/acc pl (epic) θάλλω sprout perf part act masc acc sg (epic) τεθᾱλότα , θάλλω sprout perf part act neut nom/voc/acc pl (doric) τεθᾱλότα , θάλλω sprout perf part act masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)